- κατατυλίγω
- (Α κατατυλίττω)(επιτ. τ. τού τυλίγω, τυλίττω*) νεοελλ.1. τυλίγω σφιχτά2. καλύπτω με επιμέλειααρχ.τυλίγω εντελώς, μαζεύω τελείως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατυλίττω — (Α) βλ. κατατυλίγω … Dictionary of Greek